Βαθουλώνω στα δανικά

Μετάφραση: βαθουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dent, bule, fordybning, gige
Βαθουλώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλώνω

βαθουλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, βαθουλώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βαθμός στα δανικά - tegn, grad, niveau, højde, mærke, karakter, graden, ...
  • βαθουλωμένος στα δανικά - hul, bulet, svækket, bulede, dented, buler
  • βαθούλωμα στα δανικά - dent, bule, fordybning, gige
  • βαθυστόχαστος στα δανικά - dyb, dybtgående, dybe, gennemgribende, dybt
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dent, bule, fordybning, gige