Βαθουλώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: βαθουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schram, deuk, Dent, deukje, van Dent, deuken
Βαθουλώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλώνω

βαθουλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαθουλώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαθμός στα ολλανδικά - wenk, merken, rij, plan, mate, stadium, hoogte, ...
  • βαθουλωμένος στα ολλανδικά - holte, ledig, ingevallen, hol, gedeukt, gedeukte, ingedeukt, ...
  • βαθούλωμα στα ολλανδικά - schram, deuk, Dent, deukje, van Dent, deuken
  • βαθυστόχαστος στα ολλανδικά - diep, diepgaand, diepzinnig, diepgaande, diepe
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schram, deuk, Dent, deukje, van Dent, deuken