Γλωσσολογία στα δανικά
Μετάφραση: γλωσσολογία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
filologi, sprogforskning, lingvistik, sprogvidenskab, Linguistics, lingvistikken, lingvistiske
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλωσσολογία
γλωσσολογία σχολή, γλωσσολογία απθ, γλωσσολογία και μετάφραση, γλωσσολογία σε εφαρμογή, γλωσσολογία - κέντρο εκπαίδευσης μεταφραστών & διερμηνέων, γλωσσολογία λεξικό γλώσσας δανικά, γλωσσολογία στα δανικά
Μεταφράσεις
- γλυπτό στα δανικά - skulptur, skulpturen, skulpturer, sculpture
- γλωσσικός στα δανικά - sproglig, sproglige, den sproglige, sprogligt, af sproglig
- γλωσσολόγος στα δανικά - sprogforsker, lingvist, lingvisten, sprogekspert, linguist
- γλωσσομαθής στα δανικά - sprogforsker, lingvist, lingvisten, sprogekspert, linguist
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσολογία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: filologi, sprogforskning, lingvistik, sprogvidenskab, Linguistics, lingvistikken, lingvistiske
Μεταφράσεις: filologi, sprogforskning, lingvistik, sprogvidenskab, Linguistics, lingvistikken, lingvistiske