Γλωσσολογία στα ουκρανικά
Μετάφραση: γλωσσολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лінгвістично, лінгвістика, лінгвістики, лингвистика
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλωσσολογία
γλωσσολογία σχολή, γλωσσολογία απθ, γλωσσολογία και μετάφραση, γλωσσολογία σε εφαρμογή, γλωσσολογία - κέντρο εκπαίδευσης μεταφραστών & διερμηνέων, γλωσσολογία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γλωσσολογία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γλυπτό στα ουκρανικά - скульптура, скульптурний, інкрустація, скульптуру
- γλωσσικός στα ουκρανικά - лінгвіст, лінгвістичний, лингвистический
- γλωσσολόγος στα ουκρανικά - язиковий, лінгвіст, лингвист, мовознавець
- γλωσσομαθής στα ουκρανικά - язиковий, лінгвіст, лингвист, мовознавець
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσολογία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лінгвістично, лінгвістика, лінгвістики, лингвистика
Μεταφράσεις: лінгвістично, лінгвістика, лінгвістики, лингвистика