Γωνία στα δανικά
Μετάφραση: γωνία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjørne, vinkel, afkrog, vinklen, vinkler, vinkel i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γωνία
γωνία dwell, γωνία διαβροχής, γωνία θέασης, γωνία εκτροπής, γωνία εκτροπής ορισμός, γωνία λεξικό γλώσσας δανικά, γωνία στα δανικά
Μεταφράσεις
- γυναίκα στα δανικά - hustru, kone, kvinde, kvinden, woman
- γυρίζω στα δανικά - indkomst, Veer, hælder, dreje til, hvad meget forskellige
- γωνιακός στα δανικά - kantet, kantede, vinkelposition, vinkelmæssige, vinklet
- γόητρο στα δανικά - prestige, Prestiges, anseelse
Τυχαίες λέξεις
Γωνία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjørne, vinkel, afkrog, vinklen, vinkler, vinkel i
Μεταφράσεις: hjørne, vinkel, afkrog, vinklen, vinkler, vinkel i