Διαβεβαιώνω στα δανικά

Μετάφραση: διαβεβαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
love, forsikre, sikre, sikrer, forsikrer
Διαβεβαιώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβεβαιώνω

διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω λεξικό γλώσσας δανικά, διαβεβαιώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαβατός στα δανικά - fordable
  • διαβεβαίωση στα δανικά - sikkerhed, forsikring, sikkerhed for, af sikkerhed
  • διαβητικός στα δανικά - diabetisk, diabetiske, diabetiker, diabetes, diabetic
  • διαβιβάζω στα δανικά - transmittere, overføre, sende, fremsende, fremsender
Τυχαίες λέξεις
Διαβεβαιώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: love, forsikre, sikre, sikrer, forsikrer