Διαβεβαιώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: διαβεβαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullyrða, staðfesta, ferma, tryggja, fullvissa, að tryggja, fullvissað, tryggja að
Διαβεβαιώνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβεβαιώνω

διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαβεβαιώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαβατός στα ισλανδικά - fordable
  • διαβεβαίωση στα ισλανδικά - fullvissa, trygging, trygging fyrir, sjálfstraust, fullkomin trygging, fullkomin trygging fyrir
  • διαβητικός στα ισλανδικά - sykursýki, með sykursýki, vegna sykursýki, sykursýkis, sykursjúk
  • διαβιβάζω στα ισλανδικά - senda, að senda, flytja, sent, flutt
Τυχαίες λέξεις
Διαβεβαιώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fullyrða, staðfesta, ferma, tryggja, fullvissa, að tryggja, fullvissað, tryggja að