Διαρρέω στα δανικά
Μετάφραση: διαρρέω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sive, brud, siver, trænge, at sive, sive ind
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρρέω
διαρρέω αμετάβατο, διαρρέω ή διοχετεύω, διαρρέω λεξικό γλώσσας δανικά, διαρρέω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαρκείας στα δανικά - årstid, sæson, sæsonen, grundspillet
- διαρκώ στα δανικά - forbigangen, vare, sidst, udholde, holde, at udholde, holde ud, ...
- διαρρήκτης στα δανικά - indbrudstyv, tyven, tyv, tyverialarm, tyverisikring
- διαρροή στα δανικά - brud, lækage, udsivning, lækager, udslip, utæthed
Τυχαίες λέξεις
Διαρρέω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sive, brud, siver, trænge, at sive, sive ind
Μεταφράσεις: sive, brud, siver, trænge, at sive, sive ind