Εγκλιματίζομαι στα δανικά
Μετάφραση: εγκλιματίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
naturaliserer, naturalisere, at naturaliserer, som naturaliserer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλιματίζομαι
εγκλιματίζομαι αγγλικα, εγκλιματίζομαι english, εγκλιματίζομαι στα αγγλικα, εγκλιματίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, εγκλιματίζομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- εγκληματικότητα στα δανικά - kriminalitet, strafbarhed, kriminaliteten
- εγκληματολογία στα δανικά - kriminologi, Criminology, af kriminalitet, kriminologien, for kriminologi
- εγκοπή στα δανικά - hak, notch, hakket, kærv, indskæring
- εγκράτεια στα δανικά - mådehold, Temperance, mådeholdenhed, selvbeherskelse, Maadehold
Τυχαίες λέξεις
Εγκλιματίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: naturaliserer, naturalisere, at naturaliserer, som naturaliserer
Μεταφράσεις: naturaliserer, naturalisere, at naturaliserer, som naturaliserer