Εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκλιματίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acclimatiseren, naturaliseren, verwilderen, inburgeren, natuurlijk maken
Εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλιματίζομαι

εγκλιματίζομαι αγγλικα, εγκλιματίζομαι english, εγκλιματίζομαι στα αγγλικα, εγκλιματίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματικότητα στα ολλανδικά - criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit
  • εγκληματολογία στα ολλανδικά - criminologie, de criminologie, Criminologische, de Criminologische, Criminology
  • εγκοπή στα ολλανδικά - afkraken, inkeping, keep, notch, eersteklas, uitsparing
  • εγκράτεια στα ολλανδικά - abstinentie, matigheid, geheelonthouding, Temperance, Matiging, zelfbeheersing, gematigdheid
Τυχαίες λέξεις
Εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: acclimatiseren, naturaliseren, verwilderen, inburgeren, natuurlijk maken