Ειδυλλιακός στα δανικά
Μετάφραση: ειδυλλιακός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
idyllisk, idylliske
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ειδυλλιακός
ειδυλλιακός συνώνυμο, ειδυλλιακός συνόνυμα, ειδυλλιακός λεξικο, ειδυλλιακός λεξικό γλώσσας δανικά, ειδυλλιακός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ειδικός στα δανικά - fagmand, sagkyndig, ekspert, dygtig, sagkyndige, eksperten
- ειδοποιώ στα δανικά - informere, underrette, underretter, oplyse, meddele
- ειδωλοσκόπιο στα δανικά - eidoloskopio
- ειδύλλιο στα δανικά - romance, Romantik, Romantisk, Kærlighed, Kæreste
Τυχαίες λέξεις
Ειδυλλιακός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: idyllisk, idylliske
Μεταφράσεις: idyllisk, idylliske