Ειδυλλιακός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ειδυλλιακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idyllisch, idyllische, een idyllische
Ειδυλλιακός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ειδυλλιακός

ειδυλλιακός συνώνυμο, ειδυλλιακός συνόνυμα, ειδυλλιακός λεξικο, ειδυλλιακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ειδυλλιακός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ειδικός στα ολλανδικά - deskundige, bedreven, handig, deskundig, expert, vaardig, behendig, ...
  • ειδοποιώ στα ολλανδικά - bekendmaken, aanschrijven, aankondigen, adviseren, verwittigen, informeren, inlichten, ...
  • ειδωλοσκόπιο στα ολλανδικά - eidoloskopio
  • ειδύλλιο στα ολλανδικά - idylle, romance, Romantiek, romaans, Romantisch, roman
Τυχαίες λέξεις
Ειδυλλιακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: idyllisch, idyllische, een idyllische