Ενοχλώ στα δανικά
Μετάφραση: ενοχλώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plage, hindre, forstyrre, gider, ærgrelser, generer, genere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχλώ
ενοχλώ ισπανικά, ενοχλώ βικιλεξικο, ενοχλώ δεν ενοχλώ, ενοχλώ συνώνυμο, ενοχλώ conjugation, ενοχλώ λεξικό γλώσσας δανικά, ενοχλώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενοχλητικός στα δανικά - geskæftig
- ενοχλούμαι στα δανικά - hindre, forstyrre, irriteret, irriterede, irriteret over, generet
- ενοχοποιώ στα δανικά - indblande, implicere, inddrage, implicerer, sin kritik
- ενσάρκωση στα δανικά - inkarnation, inkarnationen, inkarnations
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plage, hindre, forstyrre, gider, ærgrelser, generer, genere
Μεταφράσεις: plage, hindre, forstyrre, gider, ærgrelser, generer, genere