Ενοχλώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: ενοχλώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutrukdyti, lįsti, uždavinys, rūpintis, nerimauti, vargintis, trukdyti, bother
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχλώ
ενοχλώ ισπανικά, ενοχλώ βικιλεξικο, ενοχλώ δεν ενοχλώ, ενοχλώ συνώνυμο, ενοχλώ conjugation, ενοχλώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενοχλώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ενοχλητικός στα λιθουανικά - įkyrus, Wtrącalski, Kištis į Svetimi reikalai, Nusibodę, Natrętny
- ενοχλούμαι στα λιθουανικά - lįsti, Sapīcis, pasipiktinę, erzinančio, erzina, dirginimas
- ενοχοποιώ στα λιθουανικά - įpainioti, kaltinimų, mastu įtraukia, implantuoti, implikuoti
- ενσάρκωση στα λιθουανικά - įsikūnijimas, inkarnacija, įkūnijimas, įsikūnijimo, įsikūnijimu
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sutrukdyti, lįsti, uždavinys, rūpintis, nerimauti, vargintis, trukdyti, bother
Μεταφράσεις: sutrukdyti, lįsti, uždavinys, rūpintis, nerimauti, vargintis, trukdyti, bother