Ενοχλώ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ενοχλώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мачат, мачам, се мачат, мачи, пречи
Ενοχλώ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχλώ

ενοχλώ ισπανικά, ενοχλώ βικιλεξικο, ενοχλώ δεν ενοχλώ, ενοχλώ συνώνυμο, ενοχλώ conjugation, ενοχλώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενοχλώ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ενοχλητικός στα σλαβομακεδονικά - наметливиот, натрапчив
  • ενοχλούμαι στα σλαβομακεδονικά - караше, досаѓа, изнервирана, вознемирен
  • ενοχοποιώ στα σλαβομακεδονικά - вмешаноста, имплицираат, имплицира, вмешаноста на, подразбира
  • ενσάρκωση στα σλαβομακεδονικά - инкарнација, воплотување, воплотувањето, отелотворување, олицетворение
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: мачат, мачам, се мачат, мачи, пречи