Επαίσχυντος στα δανικά

Μετάφραση: επαίσχυντος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skammelige, skammeligt, skammelig, beskæmmende, skamfulde
Επαίσχυντος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαίσχυντος

επαίσχυντος λεξικό γλώσσας δανικά, επαίσχυντος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επίτιμος στα δανικά - honorære, honorær, adjungeret, andre honorære, ærestitel
  • επίφοβος στα δανικά - frygtelige, forfærdelige, forfærdeligt, forfærdelig, frygtelig
  • επαγγελματίας στα δανικά - faglig, professionelle, professionel, faglige, professionelt
  • επαγγελματικός στα δανικά - faglig, professionelle, professionel, faglige, professionelt
Τυχαίες λέξεις
Επαίσχυντος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skammelige, skammeligt, skammelig, beskæmmende, skamfulde