Επαφή στα δανικά
Μετάφραση: επαφή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontakt, berøring, kontaktperson, kontakten, kontaktoplysninger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαφή
επαφή τέταρτου τύπου, επαφή με τους νεκρούς alpha, επαφή την ημέρα της ωορρηξίας, επαφή σειρά, επαφή συνώνυμα, επαφή λεξικό γλώσσας δανικά, επαφή στα δανικά
Μεταφράσεις
- επαρκώς στα δανικά - tilstrækkeligt, tilstrækkelig, tilstrækkelig grad, i tilstrækkelig grad, er tilstrækkeligt
- επαρχία στα δανικά - provins, provinsen, Province, i Province
- επαχθής στα δανικά - tung, belastende, byrdefuld, byrdefulde, byrdefuldt, besværlige
- επαύξηση στα δανικά - tilvækst, stigning, forøgelse, trin, inkrement
Τυχαίες λέξεις
Επαφή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontakt, berøring, kontaktperson, kontakten, kontaktoplysninger
Μεταφράσεις: kontakt, berøring, kontaktperson, kontakten, kontaktoplysninger