Επαφή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επαφή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contacto, contato, de contato, de contacto, Contactar com
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαφή
επαφή τέταρτου τύπου, επαφή με τους νεκρούς alpha, επαφή την ημέρα της ωορρηξίας, επαφή σειρά, επαφή συνώνυμα, επαφή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επαφή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επαρκώς στα πορτογαλικά - suficiente, suficientemente, bastante, o suficiente
- επαρχία στα πορτογαλικά - território, se, si, províncias, província, Province, província de, ...
- επαχθής στα πορτογαλικά - mil, pesado, oneroso, penoso, onerosa, pesada
- επαύξηση στα πορτογαλικά - incremento, aumento, incremento de, acréscimo, de incremento
Τυχαίες λέξεις
Επαφή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contacto, contato, de contato, de contacto, Contactar com
Μεταφράσεις: contacto, contato, de contato, de contacto, Contactar com