Επτά στα δανικά
Μετάφραση: επτά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
syv, på syv, seven
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επτά
επτά μυστήρια της εκκλησίας, επτά ημέρες, επτά ημέρες καθημερινή, επτά μέρες με τη μέριλιν, επτά σοφοί, επτά λεξικό γλώσσας δανικά, επτά στα δανικά
Μεταφράσεις
- εποχή στα δανικά - periode, alder, tidsalder, epoke, alderstrin, årstid, sæson, ...
- εποχικός στα δανικά - sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet
- επωάζω στα δανικά - kuld, yngel, brood, afkom, ruge
- επωδός στα δανικά - afstå, afholde sig, undlade, afholde, undlade at
Τυχαίες λέξεις
Επτά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: syv, på syv, seven
Μεταφράσεις: syv, på syv, seven