Επτά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επτά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estabelecimento, sete, ajuste, de sete, sete anos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επτά
επτά μυστήρια της εκκλησίας, επτά ημέρες, επτά ημέρες καθημερινή, επτά μέρες με τη μέριλιν, επτά σοφοί, επτά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επτά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εποχή στα πορτογαλικά - idade, quadra, envelhecer, época, temporada, estação, temporada de, ...
- εποχικός στα πορτογαλικά - sazonalidade, a sazonalidade, sazonal, da sazonalidade, sazonalidade do
- επωάζω στα πορτογαλικά - ninhada, brood, bando, de ninhada, da ninhada
- επωδός στα πορτογαλικά - refrão, refrear, evitar, se abster
Τυχαίες λέξεις
Επτά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estabelecimento, sete, ajuste, de sete, sete anos
Μεταφράσεις: estabelecimento, sete, ajuste, de sete, sete anos