Ερμηνεύω στα δανικά

Μετάφραση: ερμηνεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tyde, oversætte, læse, læs, læst, at læse, læses
Ερμηνεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερμηνεύω

ερμηνεύω λεξικό, ερμηνεύω αγγλικά, ερμηνεύω συνώνυμα, ερμηνεύω συνώνυμο, ερμηνεύω στα αγγλικά, ερμηνεύω λεξικό γλώσσας δανικά, ερμηνεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εριστικός στα δανικά - stridbar, stridbare, trættekær, stridslysten, quarrelsome
  • ερμηνεία στα δανικά - fortolkning, tolkning, fortolkningen, fortolkes
  • ερπετό στα δανικά - krybdyr, reptil, reptilian, krybdyrs, krybdyret
  • ερχομός στα δανικά - advent, kommer, kommende, komme, der kommer, at komme
Τυχαίες λέξεις
Ερμηνεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tyde, oversætte, læse, læs, læst, at læse, læses