Εσκεμμένα στα δανικά

Μετάφραση: εσκεμμένα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsætligt, bevidst, vidende, bevidst at, bevidst har
Εσκεμμένα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσκεμμένα

εσκεμμένα συνώνυμα, εσκεμμένα αντίθετα, εσκεμμένα συνώνυμο, εσκεμμένα ετυμολογια, εσκεμμένα λεξικό γλώσσας δανικά, εσκεμμένα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ερώτηση στα δανικά - forespørgsel, spørgsmål, pågældende, spørgsmålet, paagaeldende
  • εσείς στα δανικά - jer, du, dig, man, dig med
  • εσκεμμένος στα δανικά - bevidst, forsætlig, bevidste, forsætligt, forsætlige
  • εσοχή στα δανικά - hjørne, fordybning, reces, udsparing, fordybningen, udsparingen
Τυχαίες λέξεις
Εσκεμμένα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsætligt, bevidst, vidende, bevidst at, bevidst har