Εσκεμμένα στα ολλανδικά
Μετάφραση: εσκεμμένα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εσκεμμένα
εσκεμμένα συνώνυμα, εσκεμμένα αντίθετα, εσκεμμένα συνώνυμο, εσκεμμένα ετυμολογια, εσκεμμένα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εσκεμμένα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ερώτηση στα ολλανδικά - vraagstuk, enquête, kwestie, ondervragen, vraag, navraag, betrokken, ...
- εσείς στα ολλανδικά - jullie, ge, jij, jou, u, je, kunt
- εσκεμμένος στα ολλανδικά - opzettelijk, beraadslagen, doelbewuste, opzettelijke, bewuste
- εσοχή στα ολλανδικά - reces, nis, uitsparing, verdieping, holte
Τυχαίες λέξεις
Εσκεμμένα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk
Μεταφράσεις: moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk