Εσκεμμένα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εσκεμμένα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deliberadamente, deli, intencionalmente, conscientemente, conhecimento de causa, com conhecimento de causa, sabidamente
Εσκεμμένα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσκεμμένα

εσκεμμένα συνώνυμα, εσκεμμένα αντίθετα, εσκεμμένα συνώνυμο, εσκεμμένα ετυμολογια, εσκεμμένα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εσκεμμένα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ερώτηση στα πορτογαλικά - questionar, pergunta, inquirir, inquérito, averiguar, interrogação, indagar, ...
  • εσείς στα πορτογαλικά - acolá, lhes, aí, vós, lhe, tu, ali, ...
  • εσκεμμένος στα πορτογαλικά - deliberado, deliberada, deliberar, intencional, deliberadamente
  • εσοχή στα πορτογαλικά - recesso, reentrância, rebaixo, cavidade, recesso de
Τυχαίες λέξεις
Εσκεμμένα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: deliberadamente, deli, intencionalmente, conscientemente, conhecimento de causa, com conhecimento de causa, sabidamente