Ευνοώ στα δανικά
Μετάφραση: ευνοώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
favorisere, begunstige, begunstiger, fordel, favoriserer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευνοώ
ευνοώ λεξικό, ευνοώ συνώνυμα, ευνοώ αντίθετο, ευνοώ english, ευνοώ λεξικό γλώσσας δανικά, ευνοώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ευνοϊκά στα δανικά - positivt, gunstigt, positiv, fordelagtigt, gunstig
- ευνοϊκός στα δανικά - gunstig, gunstige, positiv, gunstigt, gunstigere
- ευοίωνος στα δανικά - lovende, lykkebringende, lykkevarslende, gunstige, gunstig
- ευπάθεια στα δανικά - Sårbarhed, Svaghed, En sårbarhed, En svaghed, Vulnerability
Τυχαίες λέξεις
Ευνοώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: favorisere, begunstige, begunstiger, fordel, favoriserer
Μεταφράσεις: favorisere, begunstige, begunstiger, fordel, favoriserer