Εφικτός στα δανικά
Μετάφραση: εφικτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mulig, gennemførlig, gennemførligt, gennemførlige, muligt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφικτός
εφικτός συνώνυμα, εφικτός αντωνυμο, εφικτός wiki, εφικτός συνώνυμο, εφικτός αγγλικα, εφικτός λεξικό γλώσσας δανικά, εφικτός στα δανικά
Μεταφράσεις
- εφημέριος στα δανικά - sognepræst, præst, kapellan, feltpræst, Kapellanen, præsten
- εφημερίδα στα δανικά - papir, avis, avisen, aviser, dagblad
- εφοδιάζω στα δανικά - proviant, proviant til, som proviant, som proviant til, af proviant
- εφορμώ στα δανικά - swoop, slag, razzia, hug, lynangreb
Τυχαίες λέξεις
Εφικτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mulig, gennemførlig, gennemførligt, gennemførlige, muligt
Μεταφράσεις: mulig, gennemførlig, gennemførligt, gennemførlige, muligt