Λέξη: χρεοκοπημένος

Μεταφράσεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bankrupt, broke

χρεοκοπημένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quebrado, arruinado, insolvente, quiebra, bancarrota

χρεοκοπημένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ruinieren, bankrotteur, bankrott, Konkurs, in Konkurs, bankrotten, pleite

χρεοκοπημένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banqueroutier, failli, ruiner, banqueroute, en faillite, faillite, fait faillite, la faillite

χρεοκοπημένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fallito, fallimento, bancarotta, in bancarotta, fallita

χρεοκοπημένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falido, falência, à falência, falida, em falência

χρεοκοπημένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bankroet, failliet, faillissement, failliete, van faillissement

χρεοκοπημένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обанкротиться, банкрот, банкротом, банкротами, банкротства, банкротство

χρεοκοπημένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konkurs, konkursrammede, konkursbo

χρεοκοπημένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konkurs, bankrutt, i konkurs

χρεοκοπημένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
konkurssiin, konkurssissa, konkurssin, konkurssipesän, konkurssi

χρεοκοπημένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konkurs, fallit, konkursramte, bankerot

χρεοκοπημένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bankrotář, úpadce, v konkurzu, konkurzu, bankrot, konkurz

χρεοκοπημένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bankrutować, bankructwo, bankrut, upadły, upadłości, upadłość, stanie upadłości

χρεοκοπημένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vagyonbukott, csődbe jutott, csődbe, csődbe ment, csődöt, fizetésképtelennek

χρεοκοπημένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iflas etmiş, iflas, müflis, iflas eden, batmış

χρεοκοπημένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
банкрут, банкрот

χρεοκοπημένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i falimentuar, falimentuar, të falimentuar, falimentojnë, falimenton

χρεοκοπημένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фалирал, несъстоятелност, в несъстоятелност, фалира, фалит

χρεοκοπημένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
банкрут, банкрот

χρεοκοπημένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pankrotis, pankrot, pankrotti, pankrotistunud, pankroti

χρεοκοπημένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bankrotirati, bankrot, stečaj, stečaju, u stečaju, u stečaj

χρεοκοπημένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjaldþrota, gjaldþrot, í gjaldþrot, gjaldþrotaskipta, þrot

χρεοκοπημένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subankrutavęs, bankrotas, bankroto, bankrutavęs, bankrotą, bankrutavę

χρεοκοπημένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bankrotējis, bankrotējušu, par bankrotējušu, bankrotējuši, par maksātnespējīgu

χρεοκοπημένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стечај, банкротира, банкротирани, банкрот, банкротираната

χρεοκοπημένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
falimentar, faliment, stare de faliment, în stare de faliment, în faliment

χρεοκοπημένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bankrot, stečaj, v stečaju, stečaju, v stečaj

χρεοκοπημένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bankrot, v, na
Τυχαίες λέξεις