Εύθυμος στα δανικά
Μετάφραση: εύθυμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
glædelig, lystig, lystige, glad, Merry
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύθυμος
εύθυμος δράκος, εύθυμος συνώνυμα, εύθυμος ετυμολογία, εύθυμος λεξικό γλώσσας δανικά, εύθυμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- εύθραυστος στα δανικά - skrøbelig, skør, vanskelig, sart, skørt, sprødt, skøre, ...
- εύθρυπτος στα δανικά - sprødt, letsmuldrende, smuldrende, løs, sprød
- εύκαμπτος στα δανικά - fleksibel, fleksible, fleksibelt, smidig, fleksibilitet
- εύκολα στα δανικά - nemt, let, nemt at, let at, lettere
Τυχαίες λέξεις
Εύθυμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: glædelig, lystig, lystige, glad, Merry
Μεταφράσεις: glædelig, lystig, lystige, glad, Merry