Ζωγραφίζω στα δανικά

Μετάφραση: ζωγραφίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tegne, trække, maling, male, maler, at male, tegner
Ζωγραφίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ζωγραφίζω

ζωγραφίζω στον υπολογιστή, ζωγραφίζω μουσικά όργανα, ζωγραφίζω πασχαλινά αυγά, ζωγραφίζω πεταλούδες, ζωγραφίζω ψάρια, ζωγραφίζω λεξικό γλώσσας δανικά, ζωγραφίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ζω στα δανικά - leve, lever, bor, bo, levende
  • ζωή στα δανικά - levetid, liv, livet, livets
  • ζωγραφιά στα δανικά - tegning, maleri, billede, billedet, picture, billeder
  • ζωηρά στα δανικά - lyst, smukt, flotte, klart, dejligt
Τυχαίες λέξεις
Ζωγραφίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tegne, trække, maling, male, maler, at male, tegner