Ζωγραφίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ζωγραφίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tappen, uittekenen, trekken, aftekenen, aanlokken, toelachen, bekoren, rukken, beschrijven, trekking, schilderen, verf, verven, te schilderen, schilder
Ζωγραφίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ζωγραφίζω

ζωγραφίζω στον υπολογιστή, ζωγραφίζω μουσικά όργανα, ζωγραφίζω πασχαλινά αυγά, ζωγραφίζω πεταλούδες, ζωγραφίζω ψάρια, ζωγραφίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ζωγραφίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ζω στα ολλανδικά - leven, wonen, te leven, woont, leeft
  • ζωή στα ολλανδικά - hachje, leven, biografie, levensduur, het leven, life, leven te
  • ζωγραφιά στα ολλανδικά - schildering, dessin, schets, tekening, doek, schilderij, verloting, ...
  • ζωηρά στα ολλανδικά - helder, fel, licht, fris, lichte
Τυχαίες λέξεις
Ζωγραφίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tappen, uittekenen, trekken, aftekenen, aanlokken, toelachen, bekoren, rukken, beschrijven, trekking, schilderen, verf, verven, te schilderen, schilder