Καδρόνι στα δανικά
Μετάφραση: καδρόνι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjælke, stråle, bjælker, stråler, bjælkerne, stålbjælker, bjaelker
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καδρόνι
καδρόνι τιμή, καδρόνι λεξικό γλώσσας δανικά, καδρόνι στα δανικά
Μεταφράσεις
- καγκελάριος στα δανικά - kansler, Chancellor, forbundskansler, kansleren
- καδένα στα δανικά - kæde, lænke, kæden, chain
- καζάκα στα δανικά - camisole, chemisen
- καζάνι στα δανικά - heksekedel, Cauldron, gryde, kedel, store gryde
Τυχαίες λέξεις
Καδρόνι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bjælke, stråle, bjælker, stråler, bjælkerne, stålbjælker, bjaelker
Μεταφράσεις: bjælke, stråle, bjælker, stråler, bjælkerne, stålbjælker, bjaelker