Κακεντρεχής στα δανικά

Μετάφραση: κακεντρεχής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ondskabsfulde, hadefuld, ondskabsfuld, spiteful, ondsindet
Κακεντρεχής στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακεντρεχής

κακεντρεχής ορισμός, κακεντρεχής λεξικο, κακεντρεχής συνώνυμο, κακεντρεχήσ ετυμολογια, κακεντρεχής λεξικό γλώσσας δανικά, κακεντρεχής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κακαρίζω στα δανικά - klukke, Cluck, Kluk, af Cluck, i Cluck
  • κακεντρέχεια στα δανικά - ondskab, maliciousness, ondsindede, ondskabsfuldhed, Slethed
  • κακοήθης στα δανικά - onde, ugudelige, ond, ugudeliges, gudløse
  • κακολογία στα δανικά - aspersion, stænkning, Skår
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρεχής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ondskabsfulde, hadefuld, ondskabsfuld, spiteful, ondsindet