Κακεντρεχής στα ολλανδικά
Μετάφραση: κακεντρεχής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwaadaardig, hatelijk, hatelijke, spiteful, haatdragende, rancuneuze
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κακεντρεχής
κακεντρεχής ορισμός, κακεντρεχής λεξικο, κακεντρεχής συνώνυμο, κακεντρεχήσ ετυμολογια, κακεντρεχής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κακεντρεχής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κακαρίζω στα ολλανδικά - klokken, tokken, klok, cluck, kakelen
- κακεντρέχεια στα ολλανδικά - kwaadaardigheid, maliciousness, boosaardigheid, boosheid, kwaadheid
- κακοήθης στα ολλανδικά - goddeloos, slecht, goddelozen, goddeloze, slechte
- κακολογία στα ολλανδικά - laster, besprenkeling, sproeien, aspersion
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρεχής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kwaadaardig, hatelijk, hatelijke, spiteful, haatdragende, rancuneuze
Μεταφράσεις: kwaadaardig, hatelijk, hatelijke, spiteful, haatdragende, rancuneuze