Κακεντρεχής στα εσθονικά
Μετάφραση: κακεντρεχής, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pahatahtlik, pahaloomuline, kiuslik, tige, kiusakas, pahatahtlikuks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κακεντρεχής
κακεντρεχής ορισμός, κακεντρεχής λεξικο, κακεντρεχής συνώνυμο, κακεντρεχήσ ετυμολογια, κακεντρεχής λεξικό γλώσσας εσθονικά, κακεντρεχής στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κακαρίζω στα εσθονικά - kaagutama, kaagutamine, kaagutus, loksumine, loksuma, Kotkottaa, Kotkotus, ...
- κακεντρέχεια στα εσθονικά - vaenulikkus, maliciousness, pahatahtlikkusest, kurikavalust
- κακοήθης στα εσθονικά - pahaloomuline, pahatahtlik, kuri, wicked, õela, pahelised, õelate
- κακολογία στα εσθονικά - laimamine, plekke, Panettelu, Herjaus, Jätta plekke
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρεχής στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pahatahtlik, pahaloomuline, kiuslik, tige, kiusakas, pahatahtlikuks
Μεταφράσεις: pahatahtlik, pahaloomuline, kiuslik, tige, kiusakas, pahatahtlikuks