Καλότυχος στα δανικά
Μετάφραση: καλότυχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lykkelig, heldig, heldigt, heldige, så heldig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλότυχος
βαγγέλης καλότυχος, καλότυχος λεξικό γλώσσας δανικά, καλότυχος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καλόκαρδος στα δανικά - godhjertet, ejegode, venligtsindede, godhjertede, hjertensgode
- καλός στα δανικά - slags, dygtig, art, rar, venlig, godt, god, ...
- καλύβα στα δανικά - barak, hytte, hytten, hut
- καλύπτω στα δανικά - dække, låg, tæppe, dæksel, cover, dækning, dækslet
Τυχαίες λέξεις
Καλότυχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lykkelig, heldig, heldigt, heldige, så heldig
Μεταφράσεις: lykkelig, heldig, heldigt, heldige, så heldig