Καλότυχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: καλότυχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, fortuinlijke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλότυχος
βαγγέλης καλότυχος, καλότυχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλότυχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καλόκαρδος στα ολλανδικά - goedhartig, goedhartige, gemoedelijke, vriendelijk gestemde
- καλός στα ολλανδικά - bekwaam, welnu, bedreven, geslacht, vakman, welwillend, deskundig, ...
- καλύβα στα ολλανδικά - tent, barak, afdak, loods, huisje, kraam, luifel, ...
- καλύπτω στα ολλανδικά - bedekking, bedekken, toedekken, beleggen, omslag, deken, deksel, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλότυχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, fortuinlijke
Μεταφράσεις: gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, fortuinlijke