Κατωτερότητα στα δανικά
Μετάφραση: κατωτερότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
underlegenhed, mindreværd, mindreværdskompleks, inferioritet, mindreværdsfølelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατωτερότητα
κατωτερότητα συνώνυμα, κατωτερότητα λεξικό γλώσσας δανικά, κατωτερότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατσικάκι στα δανικά - mindreårig, barn, kid, knægt, dreng, barnet
- κατσουφιάζω στα δανικά - lour
- κατόπιν στα δανικά - derefter, efter, efter at, når, efter at have
- κατώτερος στα δανικά - Junior, Juniorsuite, yngre, ungdomsholdet
Τυχαίες λέξεις
Κατωτερότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: underlegenhed, mindreværd, mindreværdskompleks, inferioritet, mindreværdsfølelse
Μεταφράσεις: underlegenhed, mindreværd, mindreværdskompleks, inferioritet, mindreværdsfølelse