Κατωτερότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατωτερότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepilnavertiškumas, nepilnavertiškumo, prastesnis, kuriuo įrodomas nemažesnis, menkavertiškumo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατωτερότητα
κατωτερότητα συνώνυμα, κατωτερότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατωτερότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατσικάκι στα λιθουανικά - nepilnametis, vaikas, paauglys, kid, vaikutis, ožiukų
- κατσουφιάζω στα λιθουανικά - niukti, dunguotis, drumstis, paniurti, Glūnēt
- κατόπιν στα λιθουανικά - po, po to, kai
- κατώτερος στα λιθουανικά - jaunesnysis, Junior, jaunių, Jaunesniojo, jaunesniuoju
Τυχαίες λέξεις
Κατωτερότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nepilnavertiškumas, nepilnavertiškumo, prastesnis, kuriuo įrodomas nemažesnis, menkavertiškumo
Μεταφράσεις: nepilnavertiškumas, nepilnavertiškumo, prastesnis, kuriuo įrodomas nemažesnis, menkavertiškumo