Κολασμός στα δανικά

Μετάφραση: κολασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
straf, afstraffelse, straffen, straffe
Κολασμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολασμός

ποινικός κολασμός, κολασμός συνώνυμο, κολασμός λεξικό γλώσσας δανικά, κολασμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κολακεύω στα δανικά - smigre, blarney, af Blarney, i Blarney
  • κολασμένος στα δανικά - forbandet, Damned, forbandede, fordømte, fordømt
  • κολεγιακός στα δανικά - Preppy, sirlige
  • κολεός στα δανικά - skede, vagina, skeden
Τυχαίες λέξεις
Κολασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: straf, afstraffelse, straffen, straffe