Κρεμάστρα στα δανικά

Μετάφραση: κρεμάστρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøjle, strop, Hanger, bøjlen, rørbærer
Κρεμάστρα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρεμάστρα

κρεμάστρα εισόδου, κρεμάστρα για ζώνες, κρεμάστρα παντελονιών, κρεμάστρα πόρτας, κρεμάστρα καλόγερος, κρεμάστρα λεξικό γλώσσας δανικά, κρεμάστρα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κρεβατοκάμαρα στα δανικά - soveværelse, værelses, soveværelset, soveværelser, soveværelse med
  • κρεμάλα στα δανικά - galge, galgen, galgerne, galger
  • κρεμάω στα δανικά - fløde, creme, cream, cremen
  • κρεμιέμαι στα δανικά - fløde, creme, cream, cremen
Τυχαίες λέξεις
Κρεμάστρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bøjle, strop, Hanger, bøjlen, rørbærer