Λίπανση στα δανικά

Μετάφραση: λίπανση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smøring, smøre, smøringen, smøring af
Λίπανση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λίπανση

λίπανση πορτοκαλιάς, λίπανση αλυσίδας ποδηλάτου, λίπανση λεμονιάς, λίπανση αχλαδιάς, λίπανση πατάτας, λίπανση λεξικό γλώσσας δανικά, λίπανση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λίμνη στα δανικά - sø, Lake, søen, over søen
  • λίμπρα στα δανικά - pund, britiske, pound, £, pundet
  • λίπασμα στα δανικά - gødning, gødningen, kunstgødning
  • λίπος στα δανικά - fed, fedt, fedtstof, tyk, fedtindhold, fedtet
Τυχαίες λέξεις
Λίπανση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smøring, smøre, smøringen, smøring af