Λαβώνω στα δανικά
Μετάφραση: λαβώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
såre, krænke, sår, gribende, gribe, Fængslende, at gribe, Gribetænger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβώνω
λαβώνω λεξικό γλώσσας δανικά, λαβώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- λαβωμένος στα δανικά - sårede, såret, saaret, saarede
- λαβύρινθος στα δανικά - labyrint, labyrinten, labyrinth
- λαγαρός στα δανικά - Lagarias
- λαγκάδα στα δανικά - kløft, dingle, i Dingle
Τυχαίες λέξεις
Λαβώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: såre, krænke, sår, gribende, gribe, Fængslende, at gribe, Gribetænger
Μεταφράσεις: såre, krænke, sår, gribende, gribe, Fængslende, at gribe, Gribetænger