Λαβώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: λαβώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yara, kavrama, sürükleyici, Gripping, tutuş, kavrayıcı
Λαβώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαβώνω

λαβώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, λαβώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λαβωμένος στα τούρκικα - yaralı, yaralandı, yaralandığı, yaralanmış, yaralılar
  • λαβύρινθος στα τούρκικα - labirent, labyrinth, bir labirent, labirenti
  • λαγαρός στα τούρκικα - berrak, açık, Lagarias
  • λαγκάδα στα τούρκικα - derecik, Dingle, ağaçlıklı küçük dere
Τυχαίες λέξεις
Λαβώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yara, kavrama, sürükleyici, Gripping, tutuş, kavrayıcı