Λαχτάρα στα δανικά
Μετάφραση: λαχτάρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begær, attrå, trang, trangen, lyst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαχτάρα
λαχτάρα συνώνυμο, λαχτάρα συνώνυμα, λαχτάρα ω, λαχτάρα αγγλικά, λαχτάρα deutsch, λαχτάρα λεξικό γλώσσας δανικά, λαχτάρα στα δανικά
Μεταφράσεις
- λαχανιάζω στα δανικά - bukser, Pant, Buks, stønne
- λαχανικό στα δανικά - vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren
- λαχταρώ στα δανικά - smerte, higer, Hanker
- λαϊκός στα δανικά - populær, lægmand, lægmanden, lægmands, lægmænd
Τυχαίες λέξεις
Λαχτάρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begær, attrå, trang, trangen, lyst
Μεταφράσεις: begær, attrå, trang, trangen, lyst