Λιτός στα δανικά
Μετάφραση: λιτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτός
λιτός συνώνυμο, λιτός και πυκνός λόγος, λιτός αγγλικά, λιτός λόγος, λιτός χορός, λιτός λεξικό γλώσσας δανικά, λιτός στα δανικά
Μεταφράσεις
- λιποθυμώ στα δανικά - svag, dåne, Swoon, afmagt, PegZ Dåne, svime
- λιρέτα στα δανικά - lire, lira, TRY, liren
- λιτότητα στα δανικά - sparsommelighed, thrift, trivsel, genbrugsforretning, foretagsomhed
- λιχνίζω στα δανικά - winnow
Τυχαίες λέξεις
Λιτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
Μεταφράσεις: Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende