Λιτός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λιτός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lapidar, abstémio, sóbrio, terrorista, parco, comedido, parcimonioso, frugal, Thrifty, econômico, poupador
Λιτός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιτός

λιτός συνώνυμο, λιτός και πυκνός λόγος, λιτός αγγλικά, λιτός λόγος, λιτός χορός, λιτός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιτός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λιποθυμώ στα πορτογαλικά - fraco, desfalecer, débil, desmaiar, falha, desmaio, desfalecimento, ...
  • λιρέτα στα πορτογαλικά - lira, liras, liras da, de liras
  • λιτότητα στα πορτογαλικά - parcimônia, frugalidade, thrift, economia, poupança
  • λιχνίζω στα πορτογαλικά - abanar, voado, cirandar, joeirar, winnow, peneirar, joeire
Τυχαίες λέξεις
Λιτός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lapidar, abstémio, sóbrio, terrorista, parco, comedido, parcimonioso, frugal, Thrifty, econômico, poupador