Λόφος στα δανικά

Μετάφραση: λόφος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
høj, bakke, hill, bakken, ad bakken, bakker
Λόφος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λόφος

λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος προφήτη ηλία χαϊδάρι χαρτης, λόφος πνύκας, λόφος πανί, λόφος αρδηττού, λόφος λεξικό γλώσσας δανικά, λόφος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λόμπι στα δανικά - sal, hall, foyer, lobby, lobbyen, vestibulen
  • λόρδος στα δανικά - hersker, herre, Lord, Herren, Herrens, Herres
  • λύμα στα δανικά - spilde, spildevand, kloakspildevand, spildevandet, rensningsanlæg, kloakvand
  • λύνω στα δανικά - løse, at løse, løser, løsning, løsning af
Τυχαίες λέξεις
Λόφος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: høj, bakke, hill, bakken, ad bakken, bakker