Λόφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λόφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heuvel, aanaarden, Hill, de Heuvel, berg, heuvel van
Λόφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λόφος

λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος προφήτη ηλία χαϊδάρι χαρτης, λόφος πνύκας, λόφος πανί, λόφος αρδηττού, λόφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λόφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λόμπι στα ολλανδικά - wachtkamer, hal, lobby, foyer, ontvangsthal, de lobby, lobby van
  • λόρδος στα ολλανδικά - lord, heer, Here, Lord, Heere
  • λύμα στα ολλανδικά - verspilling, verklungelen, opmaken, verdoen, rioolwater, afvalwater, riolering, ...
  • λύνω στα ολλανδικά - resolutie, aangifte, motie, betuiging, uitspraak, oplossen, declaratie, ...
Τυχαίες λέξεις
Λόφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: heuvel, aanaarden, Hill, de Heuvel, berg, heuvel van