Μανταλώνω στα δανικά

Μετάφραση: μανταλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
låst, smækket, latched, låste, fastlåst
Μανταλώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανταλώνω

κλειδώνω μανταλώνω, μανταλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, μανταλώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαντάρω στα δανικά - darn, pokkers, fordømt, en fordømt
  • μαντήλι στα δανικά - lommetørklæde, tørklæde, lommetørklædet, tørklædet
  • μανταρίνι στα δανικά - mandarin, af Mandarin, mandariner, anmeldelser af Mandarin
  • μαντεύω στα δανικά - antage, gætte, tror, gætter, gæt
Τυχαίες λέξεις
Μανταλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: låst, smækket, latched, låste, fastlåst