Μεγαλόψυχος στα δανικά
Μετάφραση: μεγαλόψυχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
storsindet, storsindede, høimodig, ædelmodig, højmodig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλόψυχος
μεγαλόψυχος συνωνυμο, μεγαλόψυχος λεξικό γλώσσας δανικά, μεγαλόψυχος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μεγαλορρημοσύνη στα δανικά - megalorrimosyni
- μεγαλοψυχία στα δανικά - storsind, storsindethed, ædelhed, ædelmodighed
- μεγαλώνω στα δανικά - vokse, ske, blive, vokse op, vokser op, at vokse op, bliver stor
- μεγεθύνω στα δανικά - forstørre, forstør, større billede, større, større billede I
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλόψυχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: storsindet, storsindede, høimodig, ædelmodig, højmodig
Μεταφράσεις: storsindet, storsindede, høimodig, ædelmodig, højmodig